βαλαντιοτομος

βαλαντιοτομος
    βαλαντιοτόμος
    βᾰλαντιο-τόμος
    ὅ отрезывающий кошельки, т.е. карманный вор Plat., Aeschin.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαλαντιοτομος" в других словарях:

  • βαλαντιοτόμος — και ατόμος και ητόμος, ον (Α) αυτός που κόβει βαλάντια και κλέβει τα χρήματα από αυτά …   Dictionary of Greek

  • βαλαντιοτομώ — βαλαντιοτομῶ ( έω) (Α) [βαλαντιοτόμος] κόβω το βαλάντιο κάποιου και κλέβω τα χρήματα του …   Dictionary of Greek

  • ԳԱՆՁԱՀԱՏ — (ի, աց կամ ից.) NBH 1 0529 Chronological Sequence: Early classical, 11c ա.գ. βαλαντιοτόμος, βαλαντιητόμος Sector crumenarum, saccularius Գող, որ հատանէ կամ կողոպտէ զգանձս, եւ զքսակս. (յն. քսակահատ. եան քէսիճի, քեսիճի, խըրսըզ. *Գերեզմանակրկիտք,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»